πασχάλιος

πασχάλιος
Όνομα παπών της Δυτ. Kαθολικής Εκκλησίας: 1. Π. ο A’. Πάπας (817-824), διάδοχος του Στεφάνου Δ’. Διακήρυξε τα πρωτεία της ρωμαϊκής Εκκλησίας κατά τη φιλονικία των εικονοκλαστών, διατήρησε καλές σχέσεις με τον αυτοκράτορα Λουδοβίκο τον Ευσεβή και έστεψε αυτοκράτορα τον Λοθάριο (823). Μετά τον θάνατό του (824) ανακηρύχθηκε άγιος της Δυτικής Εκκλησίας. Η μνήμη του γιορτάζεται στις 14 Μαΐου. 2. Π. ο B’. Πάπας (1099 – 1118), διάδοχος του Ουρβανού B’. Αγωνίστηκε με επιτυχία εναντίον του Ερρίκου A’ της Αγγλίας και του Φίλιππου του Ωραίου της Γαλλίας. Συνέχισε τις διαπραγματεύσεις με τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Αλέξιο A’ Κομνηνό, με σκοπό να καθυποτάξει την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία. Γι’ αυτό και έστειλε στην Κωνσταντινούπολη τον Πέτρο Χρυσολάνο, αρχιεπίσκοπο του Μιλάνου, τον οποίο κατάφερε να αντικρούσει ο λόγιος μοναχός Ιωάννης Φουρνής. Ο Π. ήρθε σε σύγκρουση με τον Ερρίκο E’ και τον αφόρισε, εκείνος δέ, μετά την εισβολή του στη Ρώμη (1118), τον καθαίρεσε από το αξίωμά του. 3. Αντίπαπας (1164 – 1168), ανακηρυγμένος από τον αυτοκράτορα Φρειδερίκο A’ αντί του πάπα Αλεξάνδρου Γ’. Έστεψε αυτοκράτορα τον Φρειδερίκο A’ (1167), προέδρευσε στη σύνοδο του Βίρτσμπουργκ και αναγόρευσε άγιο τον Καρλομάγνο (1165).
* * *
-α, -ο / πασχάλιος, -ία, -ον, ΝΜΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Πάσχα, πασχαλινός
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το πασχάλιο(ν)
εκκλ. πίνακας με τις ημερομηνίες τών κινητών εορτών με βάση την ημέρα εορτασμού τού Πάσχα
2. φρ. «έχασε τα πασχάλια του» ή «έχασε τ' αβγά και τα πασχάλια» — έχασε τον ειρμό τής σκέψης, δεν ξέρει τί τού γίνεται
νεοελλ.-μσν.
φρ. «Πασχάλιον Χρονικόν» — εκτενές χρονικό ανωνύμου το οποίο περιέχει κατά χρονολογική σειρά τα ιστορικά γεγονότα από κτίσεως κόσμου μέχρι το 629.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πάσχα + κατάλ. -άλιος (πρβλ. νηφ-άλιος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Πασχαλιά — (σύριγγα η κοινή). Θάμνος ή δενδρύλλιο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυές στην ανατολική Ευρώπη και στη δυτική και κεντρική Ασία. Συναντάται σε πετρώδης περιοχές της βορειοηπειρωτικής Ελλάδας έως τη Θεσσαλία. Είναι γνωστή και… …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • πασκάλια — τα βλ. πασχάλιος …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • χρονικό — το / χρονικόν, ΝΜΑ αφήγηση, απλώς, ιστορικών γεγονότων με χρονολογική σειρά νεοελλ. 1. (στη δημοσιογρ.) σύντομο σχολιασμένο ρεπορτάζ για γεγονότα τής επικαιρότητας («το χρονικό τής ημέρας») 2. στον πληθ. τα χρονικά περιοδική έκδοση εκπαιδευτικού …   Dictionary of Greek

  • Σίλβεστρος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Σ. A’, πάπας Ρώμης (314 335). Η μνήμη του τιμάται στις 2 Ιανουαρίου. >Σίλβεστρος, όνομα παπών της Ρώμης. 2. Μαρτύρησε στην Παλαιστίνη με σπαθί, μαζί με το Σωφρόνιο. Η μνήμη του τιμάται την 1η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”